- κηκάς
- κηκάς, -άδος, ἡ (Α)1. κακή, επιβλαβής, επιζήμια («πιοτέρην ὅτε βότρυν ἐσίνατο κηκὰς ἀλώπηξ», Νικ.)2. υβριστική («κηκάδι σὺν γλώσςῃ», Καλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. κηκάζω, αλλά δέν είναι σαφής η σχέση παραγωγής].
Dictionary of Greek. 2013.